- ερωτευμένος
- amoureux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Μπογιάρντο, Ματέο Μαρία — (Mateo Maria Boiardo, Σκαντιάνο 1441 – Ρέτζο Εμίλια 1494). Ιταλός ποιητής. Πέρασε τη νεότητά του στην αυλή της Φεράρας και από το 1471 1480 ήταν στην υπηρεσία του οίκου Ντ’ Έστε. Αργότερα έγινε αξιωματικός του δούκα της Μοντένα και το 1487 του… … Dictionary of Greek
Kiamos — Panos Kiamos (griechisch Πάνος Κιάμος, * in Athen) ist ein griechischer Pop Sänger. Leben 1994 nach dem Abitur am Lykio, der griechischen Oberschule, begann er, sich mit dem Singen zu beschäftigen. Statt ursprünglicher Pläne, ein Medizinstudium… … Deutsch Wikipedia
Panos Kiamos — (griechisch Πάνος Κιάμος, * in Athen) ist ein griechischer Pop Sänger. Leben 1994 nach dem Abitur am Lykio, der griechischen Oberschule, begann er, sich mit dem Singen zu beschäftigen. Statt ursprünglicher Pläne, ein Medizinstudium zu… … Deutsch Wikipedia
Киамос, Панос — Панос Киамос Имя при рождении греч. Πάνος Κιάμος Дата рождения 1975 год(1975) … Википедия
αΐτας — ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, ιδος) (Α) (λέξη τής δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο) 1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών) 2.… … Dictionary of Greek
αντερώ — (I) ἀντερῶ ( άω) (Α) 1. ανταγαπώ, είμαι ερωτευμένος με το πρόσωπο που μ αγαπά 2. είμαι αντεραστής, αντίζηλος στον έρωτα. (II) ἀντερῶ ( έω) (Α) 1. θα αντιμιλήσω 2. (μτχ. πρκ. ως ουσ.) τὰ ἀντειρημένα οι αντιρρήσεις … Dictionary of Greek
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
ερωτοπλουμισμένος — η, ο (Μ ἐρωτοπλουμισμένος, η, ον) ο στολισμένος με ερωτικά θέλγητρα μσν. ερωτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + πλουμισμένος, μτχ. παρακμ. τού πλουμίζω] … Dictionary of Greek
ερωτοχτυπιέμαι — 1. μέ χτυπάει ο έρωτας, καταλαμβάνομαι από έντονη ερωτική διάθεση 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ερωτοχτυπημένος, η, ο πληγωμένος από τα βέλη τού έρωτα, ερωτευμένος … Dictionary of Greek
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek